- πταίσῃ
- πταίωcause to stumbleaor subj mid 2nd sgπταίωcause to stumbleaor subj act 3rd sgπταίωcause to stumblefut ind mid 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πταίσηι — πταίσῃ , πταίω cause to stumble aor subj mid 2nd sg πταίσῃ , πταίω cause to stumble aor subj act 3rd sg πταίσῃ , πταίω cause to stumble fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
отъпасти — ОТЪПА|СТИ (117), ДОУ, ДЕТЬ гл. 1.Отпасть, отвалиться; упасть: ризы же наша по лѣ(т) раздравъшесѧ ѿпадоша. ПрЛ 1282, 11г; аще ли ѹтнеть рѹкѹ. и ѿпадеть рѹка. или ѹсъхнеть. или нога… тъ полъ виры •к҃• гр҃внъ. РПр сп. 1285–1291, 617б; то же РПрАкад… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
περί — ΝΜΑ, με αναστροφή πέρι, θεσσαλ., δελφ. και αιολ τ. περ, ελεατ. τ. παρ Α πρόθεση η οποία συντάσσεται: 1. με γεν. α) (για δήλωση τού αντικειμένου, τού θέματος για το οποίο γίνεται λόγος ή για το οποίο ενδιαφέρεται κάποιος), για, σχετικά με..., όσον … Dictionary of Greek
φταίω — πταίω, ΝΜΑ, και λόγιος τ. πταίω και διαλ. τ. φταίγω Ν υποπίπτω σε σφάλμα, κάνω λάθος, σφάλλω (α. «έφταιξε και πρέπει να πληρώσει» β. «ἐὰν πταίσωσί τι», Φιλήμ.) νεοελλ. είμαι ένοχος, υπαίτιος για κάτι, ευθύνομαι για κάτι («αυτός φταίει για το κακό … Dictionary of Greek